Νοσογόνος Παχυσαρκία
Τί είναι και πού οφείλεται η παχυσαρκία?
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ως παχυσαρκία ορίζεται η υπερβολική συσσώρευση λίπους στο ανθρώπινο σώμα η οποία μπορεί να έχει βλαπτική επίδραση στην υγεία ενός ατόμου. Η πιο συνηθισμένη και περισσότερο εύχρηστη μέθοδος εκτίμησης της συγκέντρωσης λίπους (κι επομένως της παχυσαρκίας) στους ενήλικες είναι ο υπολογισμός του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Ο ΔΜΣ ορίζεται ως το πηλίκο του σωματικού βάρους του ατόμου σε κιλά διαιρεμένο με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα (Kg/m2). Για παράδειγμα, ο ΔΜΣ ενός ατόμου που ζυγίζει ενενήντα κιλά και έχει ύψος ένα μέτρο και εβδομήντα εκατοστά είναι 90Kg / 1,7m X 1,7m = 31,14 Kg/m2. Φυσιολογικά, ο ΔΜΣ πρέπει να βρίσκεται μεταξύ 18,5 και 25. Όταν ένα άτομο έχει ΔΜΣ μεταξύ του 25 και 30 θεωρείται υπέρβαρο, ενώ για τιμές μεγαλύτερες του 30 θεωρείται παχύσαρκο. Τιμές μεγαλύτερες από 40 υποδηλώνουν σοβαρή παχυσαρκία η οποία συχνά αποκαλείται και νοσογόνος παχυσαρκία. Η χρήση του όρου “νοσογόνος” μόνο για τιμές ΔΜΣ μεγαλύτερες από 40 είναι μάλλον παραπλανητική καθώς υποδηλώνει ότι τιμές μικρότερες από 40 είναι κατά κάποιο τρόπο ασφαλείς (δεν προκαλούν επιπλοκές). Αυτό βεβαίως είναι ανακριβές αφού έχει δειχθεί ότι ο κίνδυνος εμφάνισης νοσημάτων σχετιζόμενων με τη παχυσαρκία αυξάνεται σταδιακά όσο αυξάνεται ο ΔΜΣ πάνω από το 25.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ ο ΔΜΣ είναι ένας αξιόπιστος δείκτης για την εκτίμηση της παχυσαρκίας στους ενήλικες ανεξάρτητα από το φύλο και την ηλικία, δεν αποτελεί απευθείας μέτρηση της ποσότητας και της κατανομής του λίπους στο ανθρώπινο σώμα. Είναι λιγότερο αξιόπιστος για άτομα με μεγάλη μυική μάζα (πχ αθλητές) και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της παιδικής παχυσαρκίας (χρησιμοποιούνται ειδικοί πίνακες). Διάφορες άλλες μέθοδοι εκτίμησης της παχυσαρκίας έχουν περιγραφεί κατά καιρούς αλλά αποδείχτηκαν πιο δύσχρηστες από τον ΔΜΣ και κάποιες απαιτούν τη χρήση ειδικού εξοπλισμού. Ενδεικτικά αναφέρονται η μέτρηση της περιφέρειας μέσης, το πηλίκο της περιφέρειας μέσης προς τη περιφέρεια ισχίων, η μέτρηση του πάχους δερματικών πτυχών και η μέτρηση της αντίστασης του σώματος στη ροή ηλεκτρικού ρεύματος (αντιστασιομετρία). Με εξαίρεση τη μέτρηση της περιφέρειας μέσης που συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τον ΔΜΣ, οι υπόλοιπες μέθοδοι σπάνια χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη. Επιπλέον, η μέτρηση της περιφέρειας μέσης είναι ακριβέστερος δείκτης της παχυσαρκίας “κεντρικού” τύπου (δηλαδή της εντοπισμένης συσσώρευσης λίπους στην κοιλιακή χώρα) η οποία θεωρείται ιδιαίτερα επιβλαβής για την υγεία.

Παχυσαρκία αναπτύσσεται όταν, για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα, η ποσότητα της ενέργειας (δηλαδή των θερμίδων) που προσλαμβάνουμε με τις τροφές είναι μεγαλύτερη από την ενέργεια που καταναλώνουμε με τις σωματικές μας δραστηριότητες. Η επιπλέον ενέργεια αποθηκεύεται στο σώμα με τη μορφή λίπους. Πρέπει να τονισθεί βεβαίως ότι παρ’ όλο που η ερμηνεία της ανάπτυξης της παχυσαρκίας βασίζεται σε αυτή την πολύ απλή εξίσωση, η αιτία του φαινομένου, δηλαδή τί οδηγεί κάποιους ανθρώπους στο να προσλαμβάνουν περισσότερη ενέργεια από αυτή που καταναλώνουν, είναι πολύ πιο σύνθετη. Μεγάλος αριθμός βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων έχουν ενοχοποιηθεί που φαίνεται ότι δρουν αθροιστικά. Ενδεικτικά αναφέρονται η γενετική σύσταση των κυττάρων (τα περίφημα γονίδια της παχυσαρκίας), η επίδραση ψυχολογικών παραγόντων (πχ άγχος, κατάθλιψη) που οδηγούν σε υπέρμετρη λήψη τροφής, η ανεπαρκής ενημέρωση του πληθυσμού και κυρίως των παιδιών σε θέματα δημόσιας υγείας, η ευρεία διαθεσιμότητα και η ανεξέλεγκτη διαφήμιση παχυντικών τροφών σε συνδυασμό με το χαμηλό τους κόστος και, τέλος, η έλλειψη συνθηκών που προάγουν τη σωματική άσκηση στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις (καθαρό περιβάλλον, δημόσιοι χώροι άθλησης, ποδηλατόδρομοι, πεζόδρομοι κλπ). Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η συχνότητα της δευτερογενούς παχυσαρκίας, δηλαδη της παχυσαρκίας που οφείλεται σε άλλες παθήσεις, είναι εξαιρετικά μικρή. Στις ασθένειες που προκαλούν δευτερογενώς παχυσαρκία περιλαμβάνονται ο υποθυρεοειδισμός (υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα), το σύνδρομο Cushing (υπερβολική έκκριση γλυκοκορτικοειδών ορμονών από τα επινεφρίδια), η μειωμένη έκκριση αυξητικής ορμόνης από την υπόφυση, το σύνδρομο Prader-Willi (σπάνια χρωμοσωμική διαταραχή) και η μελανίζουσα ακάνθωση (σπάνια δερματοπάθεια που συνυπάρχει με αντίσταση στην ορμόνη ινσουλίνη). Αν και οι παθήσεις αυτές πρέπει να αναζητούνται πάντα από τους ειδικούς πριν την έναρξη οποιασδήποτε θεραπείας, η συνεισφορά τους στην παρατηρούμενη επιδημία της παχυσαρκίας είναι πραγματικά αμελητέα.

Ποιό είναι το "μέγεθος" του προβλήματος?
Η συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας στο γενικό πληθυσμό έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Η αύξηση αυτή αφορά σε όλες σχεδόν τις χώρες για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι το 2016 σε ολόκληρο τον κόσμο τουλάχιστον 1,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας άνω των 18 ετών ήταν υπέρβαροι (ΔΜΣ > 25) ενώ από αυτούς περίπου 650 εκατομμύρια ήταν παχύσαρκοι (ΔΜΣ >30). Σύμφωνα με τον Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), 18,1% του ελληνικού πληθυσμού είναι παχύσαρκοι (στοιχεία του 2008), ενώ το ποσοστό των υπέρβαρων στη χώρα μας υπολογίζεται στο 32% περίπου. Την πρώτη θέση παγκοσμίως κατέχουν οι ΗΠΑ με ποσοστό παχυσαρκίας 33,8% ενώ τη χαμηλότερη θέση έχει η Ιαπωνία με ποσοστό μόλις 3,4%. Στην Αγγλία, η συχνότητα της παχυσαρκίας σχεδόν τριπλασιάστηκε τα τελευταία 25 χρόνια (απο 8% το 1983 στο 24,5% το 2008) ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ψηλά στη λίστα του ΟΟΣΑ βρίσκονται και αναπτυσσόμενες χώρες όπως το Μεξικό με ποσοστό παχυσαρκίας που αγγίζει το 30%. Φαίνεται ότι ενώ στο παρελθόν η παχυσαρκία ήταν θλιβερό “προνόμιο” των εύπορων κρατών και κοινωνικών ομάδων, στις μέρες μας πλήττονται εξίσου πληθυσμιακές ομάδες με υψηλά αλλά και με χαμηλά εισοδήματα.

Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η παρατηρούμενη αύξηση της συχνότητας της παιδικής παχυσαρκίας. Μια πρόσφατη μελέτη απο το Πανεπιστήμιο της Αθήνας έδειξε ότι σχεδόν ένα στα τέσσερα Ελληνόπουλα είναι παχύσαρκα γεγονός που φέρνει την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρώπης σε επίπεδα παιδικής παχυσαρκίας. Με δεδομένο ότι 60-80% των παχύσαρκων παιδιών παραμένουν παχύσαρκα και μετά την ενηλικίωσή τους φαίνεται ότι η ήδη υψηλή συχνότητα της παχυσαρκίας στη χώρα μας πρόκειται να αυξηθεί κι άλλο τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Ποιές είναι οι επιπτώσεις στην υγεία μας?
Μεγάλος αριθμός μελετών έχει δείξει ότι η παχυσαρκία σχετίζεται με μια σειρά από σοβαρά νοσήματα και ότι ο κίνδυνος εμφάνισης των νοσημάτων αυτών αυξάνεται όσο περισσότερο αυξάνεται ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ενός ατόμου. Κατά μέσο όρο, η μέτρια παχυσαρκία (ΔΜΣ 30-35) μειώνει το προσδόκιμο επιβίωσης ενός ατόμου κατά 3 περίπου χρόνια ενώ η σοβαρή παχυσαρκία (ΔΜΣ > 40) κατά 8-10 χρόνια. Η μείωση αυτή στο προσδόκιμο επιβίωσης είναι ισοδύναμη με τη μείωση που παρατηρείται στους βαρείς καπνιστές. Επιγραμματικά, η παχυσαρκία σχετίζεται αιτιολογικά με τις παρακάτω παθήσεις:
Έχει υπολογισθεί ότι περίπου 8% των θανάτων στην Ευρώπη κάθε χρόνο σχετίζονται με τις επιπλοκές της παχυσαρκίας. Οι επιπλοκές της παχυσαρκίας όμως, πέρα από το τεράστιο κόστος που επιφέρουν σε ανθρώπινες ζωές, επιβαρύνουν σημαντικά και τα συστήματα υγείας των κρατών τα οποία καλούνται να τις αντιμετωπίσουν. Υπολογίζεται για παράδειγμα ότι το επιπλέον ετήσιο κόστος στο εθνικό σύστημα υγείας της Βρετανίας ανέρχεται στα 4,2 δις λίρες (περίπου 5 δις ευρώ) ενώ το ετήσιο κόστος στη βρετανική οικονομία γενικότερα ανέρχεται στα 15,8 δις λίρες (περίπου 20 δις ευρώ).
Πώς αντιμετωπίζεται η παχυσαρκία?
Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες παθήσεις, η πρόληψη της παχυσαρκίας είναι προτιμότερη από τη θεραπεία της. Η υγιεινή διατροφή σε συνδυασμό με τη συχνή σωματική άσκηση παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο. Σε γενικές γραμμές μια υγιεινή διατροφή περιλαμβάνει αναλογικά μεγαλύτερες ποσότητες φρούτων, λαχανικών και αμυλούχων τροφών (όπως σιτηρά, ρύζι και πατάτες), μικρότερες ποσότητες κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων και ξηρών καρπών και πολύ μικρές ποσότητες λίπους, ζάχαρης και αλκοολούχων ποτών. Με αυτού του τύπου τη διατροφή σε λογικές ποσότητες και σε συνδυασμό με μέτρια σωματική άσκηση (πχ γρήγορο βάδισμα) για 30 λεπτά την ημέρα, οι περισσότεροι από εμάς θα κατορθώσουν να διατηρήσουν το βάρος τους σε φυσιολογικά επίπεδα και να αποφύγουν τη πρώιμη εμφάνιση των χρόνιων παθήσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Η αντιμετώπιση της εγκατεστημένης παχυσαρκίας είναι πολύ πιο δύσκολη και συνήθως απαιτεί την παρέμβαση ειδικού. Με εξαίρεση ίσως τις περιπτώσεις πολύ σοβαρής παχυσαρκίας (ΔΜΣ > 50), η θεραπευτική αγωγή πρώτης γραμμής είναι η δίαιτα υπό την επίβλεψη εξειδικευμένου διαιτολόγου η οποία μπορεί να συνδυαστεί με ειδικά διαμορφωμένο πρόγραμμα γυμναστικής ή και με φαρμακευτική αγωγή (πχ ορλιστάτη). Στόχος αυτής της αγωγής είναι η αργή αλλά σταθερή μείωση του βάρους (περίπου ένα κιλό την εβδομάδα) καθώς έχει βρεθεί ότι δίαιτες που στοχεύουν σε απότομη απώλεια βάρους έχουν βραχυπρόθεσμα μόνο αποτελέσματα και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχουν και βλαπτικές συνέπειες για την υγεία του ατόμου. Σε πρώτη φάση και με την κατάλληλη υποστήριξη, τα αποτελέσματα της διαιτητικής αγωγής είναι συνήθως ικανοποιητικά. Δυστυχώς, ένα σημαντικό ποσοστό των παχύσαρκων είτε αποτυγχάνουν να χάσουν βάρος ή ξαναπαίρνουν βάρος μετά το πέρας της αγωγής. Στίς περιπτώσεις αυτές έχει ένδειξη η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.

Οι πρώτες επεμβάσεις κατά της παχυσαρκίας (βαριατρικές επεμβάσεις) σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν στα μέσα του προηγούμενου αιώνα αλλά η αποδοχή τους από τους ασθενείς ήταν για πολλά χρόνια μάλλον περιορισμένη. Η δημοφιλία τους αυξήθηκε κατακόρυφα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες παράλληλα δηλαδή με την εξάπλωση της λαπαροσκοπικής χειρουργικής. Έχει δειχθεί ότι οδηγούν σε σημαντική και μακροχρόνια απώλεια βάρους, ενώ πολλά από τα νοσήματα που σχετίζονται με τη παχυσαρκία βελτιώνονται ή θεραπεύονται πλήρως μετεγχειρητικά και το προσδόκιμο επιβίωσης παρατείνεται. Είναι σαφές, επομένως, ότι οι βαριατρικές επεμβάσεις γίνονται πρωτίστως για ιατρικούς και όχι για αισθητικούς λόγους, αν και η ταυτόχρονη βελτίωση της εξωτερικής εμφάνισης είναι ένα ευπρόσδεκτο επακόλουθο για τους περισσότερους ασθενείς.

Ποιες είναι οι Χειρουργικές Επεμβάσεις κατά της Παχυσαρκίας?
Οι συνηθέστερες επεμβάσεις παχυσαρκίας που γίνονται στις μέρες μας τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς είναι ο προσαρμοζόμενος γαστρικός δακτύλιος (adjustable gastric band), η επιμήκης γαστρεκτομή ή γαστρικό μανίκι (sleeve gastrectomy), η γαστρική παράκαμψη (gastric by-pass) και σπανιότερα η χολοπαγκρεατική εκτροπή (biliopancreatic diversion). Όλες οι επεμβάσεις πραγματοποιούνται λαπαροσκοπικά και επομένως οι ασθενείς επωφελούνται από τα γενικότερα πλεονεκτήματα των λαπαροσκοπικών τεχνικών που περιλαμβάνουν ταχύτερη ανάρρωση, βραχύτερο χρόνο νοσηλείας, λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο, λιγότερα προβλήματα σχετιζόμενα με τις τομές (μολύνσεις, μετεγχειρητικές κήλες κλπ) και καλύτερο κοσμητικό αποτέλεσμα.

Οι βαριατρικές επεμβάσεις μειώνουν (με διαφορετικό τρόπο η καθεμία) τη χωρητικότητα του στομάχου και, συνεπώς, τη ποσότητα της προσλαμβανόμενης τροφής. Για το δακτύλιο αυτός είναι ο μοναδικός μηχανισμός δράσης, ενώ η επιμήκης γαστρεκτομή επιπλέον μειώνει τη παραγωγή της γκρελίνης, μιας ορμόνης η οποία παράγεται φυσιολογικά στο στομάχι και αυξάνει την όρεξη. Με το γαστρικό by-pass (λιγότερο) και τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (σε μεγαλύτερο βαθμό) παρακάμπτεται επίσης μέρος του λεπτού εντέρου και, επομένως, μειώνεται η απορρόφηση θρεπτικών ουσιών (και άρα θερμίδων) από το έντερο. Η τεχνική δυσκολία και, κατά συνέπεια, ο κίνδυνος μετεγχειρητικών επιπλοκών αυξάνεται με τη σειρά κατά την οποία αναφέρθηκαν οι επεμβάσεις παραπάνω. Με την ίδια σειρά επίσης αυξάνεται και η αποτελεσματικότητα των επεμβάσεων (μετρούμενη ως ποσοστό του επιπλέον βάρους που χάνει ο ασθενής) αν και οι διαφορές δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες. Ο δακτύλιος έχει το πλεονέκτημα ότι προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς και η επέμβαση είναι αναστρέψιμη (ο δακτύλιος μπορεί να αφαιρεθεί). Έχει το μειονέκτημα ότι απαιτούνται συχνές επισκέψεις μετεγχειρητικά για την προσαρμογή του δακτυλίου, η απώλεια βάρους είναι πιο αργή σε σχέση με τις άλλες μεθόδους και η παρουσία ενός “ξένου σώματος” στο στομάχι μπορεί μακροπρόθεσμα να δημιουργήσει προβλήματα σε κάποιες περιπτώσεις. Το γαστρικό by-pass και η χολοπαγκρεατική εκτροπή έχουν το μειονέκτημα ότι συχνά προκαλούν έλλειψη βιταμινών και σιδήρου (λογω της μειωμένης απορρόφησης από το έντερο) και ο ασθενής πρέπει να παίρνει διατροφικά συμπληρώματα για την υπόλοιπη ζωή του.

Όλες οι επεμβάσεις, επομένως, έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ο χειρουργός πρέπει να είναι σε θέση να προσφέρει όλο το φάσμα των επεμβάσεων και, σε συνεργασία με τον ασθενή, να επιλέγει την καταλληλότερη με μοναδικό γνώμονα τις ανάγκες και τις επιθυμίες του ασθενούς. Ανεξάρτητα όμως από τη μέθοδο που επιλέγεται, η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας έχει ένδειξη μόνον όταν ο ασθενής πληροί όλες τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) έχει ΔΜΣ πάνω από 40 ή πάνω από 35 όταν συνυπάρχουν νοσήματα σχετιζόμενα με την παχυσαρκία
β) έχει υπάρξει παχύσαρκος για τουλάχιστον 2 χρόνια και έχει δοκιμάσει διαιτητική αγωγή υπό την επίβλεψη διαιτολόγου για τουλάχιστον 6 μήνες χωρίς αποτέλεσμα
γ) είναι διατεθειμένος να παρακολουθείται μετεγχειρητικά για μεγάλο χρονικό διάστημα
δ) η γενική του κατάσταση του επιτρέπει να υποβληθεί σε γενική αναισθησία.

Η βαριατρική χειρουργική είναι σε επιλεγμένες περιπτώσεις η πιο αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης της νοσογόνου παχυσαρκίας και η μόνη που έχει δειχθεί ότι παρατείνει το προσδόκιμο επιβίωσης. Λόγω της πολυπλοκότητας των βαριατρικών επεμβάσεων και των πιθανών κινδύνων που εγκυμονούν, θα πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο από χειρουργούς με εξειδίκευση στη λαπαροσκοπική χειρουργική του ανώτερου πεπτικού και της παχυσαρκίας και μόνο σε κέντρα που διαθέτουν μονάδα εντατικής θεραπείας και τον κατάλληλο εξοπλισμό για την κάλυψη των ιδιαίτερων αναγκών των παχύσαρκων ασθενών κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους.
